- ευεξάλειπτος
- -η, -ο (Α εὐεξάλειπτος, -ον)αυτός που εξαλείφεται εύκολα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -εξ-αλειπτος (< εξ-αλείφω), πρβλ. αν-εξ-άλειπτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐεξαλειπτότερον — εὐεξάλειπτος easy to wipe out adverbial comp εὐεξάλειπτος easy to wipe out masc acc comp sg εὐεξάλειπτος easy to wipe out neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεξάλειπτα — εὐεξάλειπτος easy to wipe out neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευαπόνιπτος — εὐαπόνιπτος, ον (Α) αυτός που εύκολα απονίπτεται, καθαρίζεται, εξαλείφεται, ο ευεξάλειπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + απο νίζω ή μτγν. απο νίπτω «εκπλύνω»] … Dictionary of Greek
ευαπόσβεστος — η ο (Α εὐαπόσβεστος, ον) αυτός που σβήνεται εύκολα, ο ευκολόσβηστος, ο ευεξάλειπτος, ο εξίτηλος νεοελλ. λέγεται για χρηματική οφειλή χρεωλυτικώς αποδοτέα («ευαπόσβεστο δάνειο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αποσβεστος < απο σβέννυμι (πρβλ. αν… … Dictionary of Greek